- Φιλογένης
- Φιλογένηςmasc acc pl (attic epic doric)Φιλογένηςmasc nom/voc pl (doric aeolic)Φιλογένηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλογένει — Φιλογένης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Φιλογένεϊ , Φιλογένης masc dat sg (epic ionic) Φιλογένης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλογένεσιν — Φιλογένης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλογένους — Φιλογένης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
Πρίγκος, Ιωάννης — (Zαγορά Πηλίου 1725; – 1789). Φιλογενής έμπορος, βιβλιόφιλος και ευεργέτης της γενέτειράς του. Πρόωρα ορφανεμένος και σχεδόν αγράμματος, επιδόθηκε στο μικρεμπόριο στα κοντινά λιμάνια της Ανατολής: Αλεξάνδρεια (1740), Βενετία, Σμύρνη. Στο μεταξύ… … Dictionary of Greek